αλίγωτος

αλίγωτος
-η, -ο [λιγώνω]
1. αυτός που δεν ποθεί ή δεν πόθησε κάτι μέχρι λιγομάρας
2. αυτός που δεν λιγώθηκε, δεν χόρτασε μέχρι λιποθυμίας (από φαγητό, πιοτό, γέλιο, έρωτα κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλίγωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν επιθυμεί κάτι ως το λίγωμα, ως να λιγοθυμήσει: Τα φαγητά ήταν τόσο νόστιμα που δεν έμεινε κανένας μας αλίγωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”